- ὑσκλωτός
- ὑσκλ-ωτός, ή, όν,A having a
ὕσκλος, ὑπόδημα Dicaearch. 1.19
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὕσκλος, ὑπόδημα Dicaearch. 1.19
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υσκλωτός — ή, όν, Α (για υπόδημα) αυτός που έχει ὕσκλους, δηλαδή δερμάτινα κορδόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕσκλος + κατάλ. ωτός (πρβλ. ὀδοντ ωτός)] … Dictionary of Greek
ὑσκλωτόν — ὑσκλωτός having a masc acc sg ὑσκλωτός having a neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)